Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαρπός
ουσιαστικό αρσενικό 1 frutto ~m~ ((anche in senso figurato)) o απαγορευμένος καρπός == il frutto proibito | καρπός παράνομου έρωτα == frutto, figlio dell'amore | δεν πρόλαβε να χαρεί τους καρπούς των κόπων του == non fa fatto in tempo a godersi il frutto delle sue fatiche 2 anatomia carpo ~m~ 3 anatomia ((per estensione)) polso ~m~ τον έδεσαν από τους καρπούς == gli legarono i polsi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |