Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καροτσάκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 carrio`la
2 per bambini carrozze`lla ~f~, carrozzi`na ~f~, carrozzi`no ~m~, passeggi`no ~m~
3 carretti`no ~m~ καροτσάκι μικροπωλητή == carrettino di un venditore ambulante+++αναπηρικό καροτσάκι == sedia a rotelle

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρότσα καροτσέρης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---