Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κελάηδισμα [ουσ ουδ.] κένδρος [ουσ αρσ ]
κελαηδισμός [ουσ αρσ ] κενεράλες [ουσ αρσ ]
κελαηδώ {κελαϊδάς.... κενό [ουσ ουδ.]
κελάρι [ουσ ουδ.] κενοδοξία [θηλ.ουσ]
κελαρύζω {κελάρυσα} κενόδοξος [επίθ.]
κελάρυσμα [ουσ ουδ.] κενολογία {κενολογιώ...
κελαρυσμός [ουσ αρσ ] κενός [επίθ.]
κελαρυστός [επίθ.] κενοσοφία [θηλ.ουσ]
κελάτσιο [ουσ ουδ.] κενόσπουδος [επίθ.]
κελεμπία {κελεμπιών... κενοτάφιο {κενοταφί-...
κελεπούρι {κελεπουρ-... κενότητα [θηλ.ουσ]
κέλεσμα [ουσ ουδ.] κενοτόπιο [ουσ ουδ.]
κέλευσις [θηλ.ουσ] κεντάγω [ρ.]
κελευστής [ουσ αρσ ] Κένταυρος {-ου κ. -α...
κελεύω {εκέλευσα} κεντάω (κέντ-ησα,...
κελί [ουσ ουδ.] κεντήκλα [θηλ.ουσ]
κελλάρης [ουσ αρσ ] κέντημα {κεντήμ-ατ...
κελλάριν [ουσ ουδ.] κεντημένος [επίθ.]
κελλίν [ουσ ουδ.] κεντηνάριν [ουσ ουδ.]
Κέλτες [ουσ αρσ πληθ.] κεντήστρα {χωρ. γεν....
κελτικός [επίθ.] κεντητική [θηλ.ουσ]
κέλτικος [επίθ.] κεντητός [επίθ.]
κελύφιο [ουσ ουδ.] κεντήτρα [θηλ.ουσ]
κέλυφος {κελύφ-ους... κεντήτρια [θηλ.ουσ]
κεμέρι [ουσ ουδ.] κεντίδι {κεντιδ-ιο...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: