Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκελεπούρι
ουσιαστικό ουδέτερο occasio`ne ~f~, acqui`sto ~m~ vantaggio`so, affa`re ~m~ αγόρασέ τo, είναι κελεπoύρι == compralo, è un affare! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |