Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκελαηδισμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 cicale`ccio ~m~ 2 cinguetti`o ~m~ 3 gorgheggiame`nto ~m~ 4 gorghe`ggio ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |