Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκελάδημα
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κελάηδημα] κελάηδισμα ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κελάηδημα] κελάηδημα ουσιαστικό ουδέτερο di uccello cinguetti`o ~m~, canto ~m~ κελάηδισμα ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κελάηδημα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |