Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κελαρύζω  
ρήμα αμετάβατο

gorgoglia`re, mormora`re το ρυάκι κελάρυζε == il ruscello gorgogliava

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κελάρι κελάρυσμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---