Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κεντίδι  
ουσιαστικό ουδέτερο

rica`mo ~m~ γυναικείo πoυκάμισo με κεντίδια == una camicetta con dei ricami

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κεντήτρια κεντράδι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---