Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκεντίδι
ουσιαστικό ουδέτερο rica`mo ~m~ γυναικείo πoυκάμισo με κεντίδια == una camicetta con dei ricami permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |