Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κέντρισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 puntu`ra ~f~
2 botanica inne`sto ~m~
3 (fig) lo stimola`re, lo stuzzica`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κεν§τρι§κώ§τε§ρος κεντρισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---