Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Κενυάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~mf~ del Ke`nia, kenio`ta ~mf~

Κενυάτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Κενυάτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Κένυα κενυάτικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---