Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κεντώ  
ρήμα μεταβατικό

1 pu`ngere ένα αγκάθι κέντησε τo δάχτυλό της == una spina le punse il dito
2 ricama`re
3 (fig) pungola`re, stuzzica`re κάτι παράξενο κέντησε την περιέργειά μου == una cosa strana ha stuzzicato la mia curiosità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κεντρώος Κένυα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---