Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκεντώ
ρήμα μεταβατικό 1 pu`ngere ένα αγκάθι κέντησε τo δάχτυλό της == una spina le punse il dito 2 ricama`re 3 (fig) pungola`re, stuzzica`re κάτι παράξενο κέντησε την περιέργειά μου == una cosa strana ha stuzzicato la mia curiosità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |