Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κεντρίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 pu`ngere με κέντρισε μια σφήκα == una vespa mi ha punto
2 botanica innesta`re
3 (fig) pungola`re, stimola`re, stuzzica`re κεντρίζει συνεχώς το γιο του να μελετήσει == pungola continuamente il figlio per farlo studiare | μου κέντρισε το ενδιαφέρoν == mi ha stuzzicato l'interesse

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κεντρί κεντρικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---