Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκενός
επίθετο 1 vuo`to κενό διαμέρισμα == appartamento vuoto 2 vuo`to, vaca`nte η θέση του γραμματέα παραμένει κενή == il posto di segretario è ancora vacante 3 (fig) vano, vuo`to κενές υπoσχέσεις == vane promesse | κενή ζωή == vita vuota | λόγoς κενός νοήματος == un discorso vuoto di significato permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο κενό αέρος = vuoto [αρσ.] d'aria Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |