Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκεντηνάριν
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κεντηνάριον] κιντηνάρι ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κεντηνάριον] κιντηνάριον ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κεντηνάριον] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |