Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκενό
ουσιαστικό ουδέτερο 1 vuo`to ~m~ το βλέμμα του ήταν καρφωμένo στο κενό == il suo sguardo era fisso nel vuoto | αιωρούμαι στο κενό == essere sospeso nel vuoto 2 fisica vuo`to ~m~ 3 vuo`to ~m~, spa`zio ~m~ vuo`to συμπληρώστε τα κενά == riempire gli spazi vuoti | άφησε ένα κενό για την ημερομηνία == lascia uno spazio vuoto per la data 4 (fig) lacu`na ~f~, manca`nza ~f~ η μόρφωσή του παρουσιάζει πολλά κενά == la sua cultura presenta molte lacune 5 (fig) vuo`to ~m~ o χαμός του άφησε δυσαναπλήρωτο κενό == la sua scomparsa ha lasciato un vuoto incolmabile+++κενό αέρος == vuoto d'aria permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |