Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκέδρο
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κέδρος] κέδρος ουσιαστικό αρσενικό botanica cedro ~m~ οι κέδροι του Λιβάνου == i cedri del Libano κένδρος ουσιαστικό αρσενικό variante di [κέδρος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |