Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κείτομαι  
ρήμα παθητικό

1 giace`re, trova`rsi
2 e`ssere inchioda`to a letto, giace`re χρόνια κείτεται στο κρεβάτι του πόνου == giace da anni nel suo letto di dolore

κοίτομαι
ρήμα παθητικό

variante di [κείτομαι]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κείνος κεκ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---