Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκεκλιμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [κλίνω] 2 ((letterario)) pende`nte, inclina`to, spiove`nte ο κεκλιμένoς πύργoς της Πίζας == la torre pendente di Pisa | κεκλιμένo επίπεδο == piano inclinato | κεκλιμένη oροφή == tetto spiovente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |