Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κεκλεισμένος  
επίθετο

((letterario)) chiu`so δίκη κεκλεισμένων των θυρών == processo a porte chiuse

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κεκηρυγμένος κεκλιμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---