Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκεί  
σύνδεσμος

1 ((con valore di congiunzione)) ((seguito dall'avverbio που))***con ναlore temporale mentre, nel mome`nto in cui εκεί που πλενόμούν, κόπηκε το νερό == mentre mi lavavo, è andata via l'acqua
2 con valore avversativo mentre, laddo`ve, e inve`ce εκεί που έπρεπε να μ'ακoύσει, έκανε του κεφαλιού του == ha voluto fare di testa sua, mentre avrebbe dovuto darmi retta

εκεί
επίρρημα

lì, là δεν ξαναπάω εκεί == là non ci ritorno più | ήρθε από εκεί == è venuto da lì+++ακούς εκεί! == ma senti un po'!, ma guarda un po'!, hai capito che roba! | εδώ κι εκεί == qua e là | εκεί πάνω == lassù | προς τα εκεί == da quella parte

κει
επίρρημα e σύνδεσμος

variante di [εκεί]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκδύω εκειδά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---