Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκδρομή  
ουσιαστικό θηλυκό

gita ~f~, escursio`ne ~f~ σχολική εκδρομή == gita scolastica | πήγα μια τριήμερη εκδρομή == ho fatto una gita di tre giorni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκδρομές εκδρομικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο συνοδός εκδρομής = accompagnatore [αρσ.] turistico


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---