Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κουμπί {κουμπ-ιού... κουνενές {κουνενέδε...
κουμπιά [θηλ.ουσ] κουνηθείτε! [επιφ.]
κουμπίον [ουσ ουδ.] κούνημα {κουνήμ-ατ...
κουμπιστήρι [ουσ ουδ.] κουνημένος [επίθ.]
κουμπιστός [επίθ.] κουνήσου! [επιφ.]
κουμπότρυπα {δύσχρ. κο... κούνια {χωρ. γεν....
κουμπότρυπες [θηλ. ουσ πληθ.] κουνιάδα [θηλ.ουσ]
κουμπούρα [θηλ.ουσ] κουνιάδος [ουσ αρσ ]
κουμπούρας [ουσ αρσ ] κουνιέμαι [ρ. παθ.]
κουμπουριά [θηλ.ουσ] κουνιστός [επίθ.]
κουμπώ impf ακουμ... κουνκάν [ουσ ουδ.]
κούμπωμα [ουσ ουδ.] κουνούπι {κουνουπ-ι...
κουμπωμένος [επίθ.] κουνουπίδι {κουνουπιδ...
κουμπώνομαι [ρ. παθ.] κουνουπιέρα {χωρ. γεν....
κουμπώνω {κούμπω-σα... κούνσουλος [ουσ αρσ ]
κουμφέτο [ουσ ουδ.] κουντάτον [ουσ ουδ.]
κουμφορτιάζω [ρ.] κούντε [ουσ αρσ ]
κουνάβι {κουναβ-ιο... κουντεντιάζω [ρ.]
κουνάμενος [επίθ.] κουντέσσα [θηλ.ουσ]
κουνάω (κούν-ησα,... κουντεστριάζω [ρ.]
κουνδαννάρω [ρ.] κουντετιάζω [ρ.]
κουνδιτσιούν [θηλ.ουσ] κουντετσιούν [θηλ.ουσ]
κουνέλα {χωρ. γεν.... κούντης [ουσ αρσ ]
κουνέλι {κουνελ-ιο... κουντίτο [ουσ ουδ.]
κουνελότοπος [ουσ αρσ ] κουντόρι [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: