Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουμπί  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 botto`ne ~m~
2 pulsa`nte ~m~ πιέζω, πατώ ένα κoυμπί == premere un pulsanteσ | με το δεξί κουμπί τηλεόραση ανοίγει == il televisore si accende con il pulsante destro
3 (fig) il de`bole ~m~, punto ~m~ de`bole αν δεν ξέρεις το κουμπί της, δεν πρόκειται να την πείσεις == se non conosci il suo punto debole, se non sai come prenderla, non riuscirai a convincerla

κουμπίον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [κουμπί]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουμπάω κουμπιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---