Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουμπάρα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κουμπάρος] κουμπάρος ουσιαστικό αρσενικό 1 compa`re ~m~, padri`no ~m~ 2 compa`re ~m~ d'anello, testimo`ne ~m~ di nozze permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |