Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακουμπιστήρι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 appoggiato`io ~m~ 2 soste`gno ~m~ κουμπιστήρι ουσιαστικό ουδέτερο variante di [ακουμπιστήρι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |