Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακούρευτος  
επίθετο

1 persona con i cape`lli non taglia`ti; con i cape`lli lunghi
2 capelli into`nso
3 animali non tosa`to; into`nso
4 erba non taglia`ta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακούραστος ακουρμάζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---