Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακουστικά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

cu`ffie ~fp~

ακουστικό  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 δέκτης ricevito`re ~m~
2 κέρας appare`cchio ~m~ acu`stico ακουστικά βαρηκοΐας==auricolare, cornetto acustico
3 auricola`re ~m~; cu`ffia ~f~
4 τηλεφώνου cornetta αναμείνετε στο ακουστικό σας!==attenda all'apparecchio! | κατεβάζω το ακουστικό==riattaccare, riagganciare il telefono

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακουσμένος ακουστική  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα ακουστικά = cuffie [θηλ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---