Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άκρα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

1 anatomia arti ~mp~; estremità ~fp~ άνω άκρα==anatomia arti superiori | κάτω άκρα==anatomia arti inferiori
2 ((figurato)) gli estre`mi ~mp~; gli ecce`ssi ~mp~; li`mite ~m~; estre`mo ~m~ φτάνω στα άκρα==arrivare al limite massimo | άνθρωπος των άκρων==persona che passa da un estremo all'altro

άκρο  
ουσιαστικό ουδέτερο

pu`nto ~m~ estre`mo; estremità ~f~ μένει στο άλλο άκρο του χωριού==abita all'altra estremità del paese

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακούω Ακράγας  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(arti) τα άκρα = le estremità [θηλ. πλυθ. άκλ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---