Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακροαστικά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

medicina suo`ni ~mp~ rileva`ti dall'auscultazio`ne

ακροαστικό
ουσιαστικό ουδέτερο

[usato prevalentemente al plurale]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακρόαση ακροαστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---