Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακροβατισμοί  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

1 acroba`tica ~f~
2 acrobati`smo ~m~
3 acrobazi`a ~f~
4 equilibri`smo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακροβάτις ακροβατισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---