Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακρογιάλι
ουσιαστικό ουδέτερο rivie`ra ~f~; spia`ggia ~f~; riva ~f~ (del mare) ακρογιαλιά ουσιαστικό θηλυκό variante di [ακρογιάλι ^-ού, το^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |