Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακροκέραμο
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [ακροκέραμος ^-ου, ο^]

ακροκέραμος  
ουσιαστικό αρσενικό

architettura tegola di colmo; terracotta ornamentale dei cornicioni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακροθιγώς ακρόλιθος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---