Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακρόπολη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ro`cca ~f~; cittade`lla ~f~
2 storia acro`poli ~f~
3 ((figurato)) ripa`ro ~m~; dife`sa ~f~; balua`rdo ~m~ η ακρόπολη του χριστιανισμού==il baluardo del cristianesimo

ακρόπολις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ακρόπολη]

Ακρόπολις
κύριο όνομα θηλυκό

forma arcaica di [ακρόπολη]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακροποδώ ακροποσθία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---