Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάκρος
επίθετο 1 estre`mo; u`ltimo η άκρα αριστερά==l'estrema sinistra | η άκρα δεξιά==l'estrema destra 2 ((figurato)) perfe`tto; assolu`to; tota`le βρίσκομαι σε άκρα απόγνωση==essere nella più totale disperazione | βασίλεψε άκρα σιωπή==regnava un silenzio assoluto 3 ((figurato)) eccessi`vo; smisura`to; smoda`to; esagera`to άκρα φιλοδοξία==ambizione smisurata ακρότατος επίθετο superlativo di [άκρος] ακρότερος επίθετο comparativo di [άκρος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |