Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακρόπλωρο
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [ακρόπρωρο] ακρόπρωρο ουσιαστικό ουδέτερο gavo`ne ~m~ di pru`a permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |