Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακρότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ακρότητα]

ακρότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

ecce`sso ~m~; esagerazio`ne ~f~; esorbita`nza ~f~; estre`mo ~m~ καλύτερα να αποφύγουμε τις ακρότητες==è meglio evitare gli eccessi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακρότερος ακρουμαίνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---