Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακρωτηριάζομαι
ρήμα παθητικό

storpia`rsi

ακρωτηριάζω  
ρήμα μεταβατικό

amputa`re; mutila`re; storpia`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακρωτήρι ακρωτηριαζόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---