Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακτήμονας
επίθετο variante di [ακτήμων ^-ων, -ον^] ακτήμονας ουσιαστικό αρσενικό variante di [ακτήμων ^-ονος, ο^] ακτήμων επίθετο nullatene`nte (di terre) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |