Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακτιβιστής
ουσιαστικό αρσενικό 1 attivi`sta ^mf^ 2 milita`nte ^mf^ ακτιβίστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ακτιβιστής ^-ή, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |