Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακτινοβολία
ουσιαστικό θηλυκό 1 medicina irradiazio`ne; radioterapia υποβάλλω έναν καρκινοπαθή σε ακτινοβολίες==sottoporre a irradiazioni un malato di cancro 2 fisica radiazio`ne ~f~; irradiazio`ne ~f~; irraggiame`nto ~m~ κοσμική ακτινοβολία==radiazione cosmica 3 κύρος fama ~f~ προσωπικότητα διεθνούς ακτινοβολίας==personaggio di fama internazionale αχτινοβολία ουσιαστικό θηλυκό variante di [ακτινοβολία] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |