Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακτινοβολώ  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 irradia`re; irraggia`re
2 ((figurato)) rifu`lgere; risple`ndere; sfavilla`re ακτινοβολώ από χαρά==risplendere di gioia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακτινοβολούμενος ακτινοβολών  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---