Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακροβάτης
ουσιαστικό αρσενικό acro`bata ~m~; funa`mbolo ~m~ ακροβάτισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [ακροβάτης ^-η, ο^] 2 acro`bata ~f~; funa`mbola ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |