Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακροατής  
ουσιαστικό αρσενικό

ascoltato`re ~m~; udito`re ~m~ αγαπητοί ακροατές, …==cari ascoltatori, … | συγκίνησε τους ακροατές του==fece commuovere i suoi ascoltatori | είμαι καλός ακροατής==sono un buon ascoltatore

ακροάτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ακροατής ^-ή, ο^]
2 ascoltatri`ce ~f~; uditri`ce ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακροατήριο ακροβασία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---