Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακρόαση
ουσιαστικό θηλυκό 1 radio asco`lto ~m~ καλή σας ακρόαση!==buon ascolto! 2 teatro cinema audizio`ne ~f~ μετά την ακρόαση της ανέθεσαν το ρόλο==dopo l'audizione le hanno assegnato il ruolo 3 diritto udie`nza ~f~ ζητώ ακρόαση==chiedere udienza | παραχωρώ ακρόαση==concedere udienza 4 medicina auscultazio`ne ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |