Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακροαματικότητα
ουσιαστικό θηλυκό televisione capacità ~f~ di un progra`mma di desta`re l'intere`sse del pu`bblico δείκτης ακροαματικότητας==indice di ascolto | εκπομπή με μεγάλη ακροαματικότητα==radio televisione trasmissione molto seguita permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |