Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακουστικότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ακουστικότητα]

ακουστικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 udibilità ~f~
2 intelligibilità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακουστικός ακουστός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---