Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακούγομαι
ρήμα παθητικό ave`re fa`ma; e`ssere, diventa`re noto; e`ssere rinoma`to, famo`so το όνομά του ακούστηκε σε όλο τον κόσμο==il suo nome è noto in tutto il mondo ακούγω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [ακούω] ακούω ρήμα αμετάβατο udi`re; senti`re; ascolta`re δεν ακούει καλά==non ci sente bene | κάνω πως δεν ακούω==faccio finta di non sentire ακούω ρήμα μεταβατικό 1 udi`re; senti`re άκουσα ένα θόρυβο==ho sentito un rumore 2 ascolta`re ακούω μουσική==ascoltare della musica 3 senti`re; veni`re a sape`re άκουσα να λένε πως θα φύγει==ho sentito dire che se ne andrà 4 ascolta`re; stare a senti`re; dare asco`lto; dare retta; segui`re i consi`gli άκουσέ με καλά!==ascoltami bene!; stammi bene a sentire! | άκουσέ με, ξέρω τι σου λέω==dammi retta, so quello che dico | δεν ακούει κανέναν==non dà ascolto a nessuno | δεν ακούει τίποτα==non sente ragioni; fa di testa sua ακώ ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [ακούω] ηκούγω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [ακούω] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαάκου να δείς... = stai a sentire... Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |