Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακουστός
επίθετο 1 senti`to; udi`to ή έκρηξη έγινε ακουστή πολύ μακριά==l'esplosione fu udita a grande distanza 2 udi`bile 3 famo`so; no`to; rinoma`to ηκουστός επίθετο variante di [ακουστός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |