Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακράδαντος  
επίθετο

incrolla`bile; fermo; saldo σού έχω ακράδαντη εμπιστοσύνη==ho in te una fiducia incrollabile | ακράδαντη πεποίθηση==ferma convinzione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακράδαντα ακραία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---