Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακράτεια
ουσιαστικό θηλυκό 1 incontine`nza ~f~; intempera`nza ~f~; smoderate`zza ~f~ 2 medicina incontine`nza ~f~ ακράτεια ούρων==medicina incontinenza urinaria permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |